-
1 выйти
выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα* * *1) εξέρχομαι, βγαίνωвы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο
все вы́шли? — όλοι βγήκαν
2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνωвы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο
вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία
3) ( удаться) πετυχαίνωу меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα
••вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα